
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ 13
Της Χρύσας Παναγοπούλου
Ένιωθα το πρόσωπό μου να καίει. Ήμουν ξαπλωμένος στον καναπέ. Νόμιζα ότι έχω πυρετό, παραισθήσεις, όλο αυτό ήταν μια τρέλα. Αληθινή τρέλα.
«Τζον... δεν είναι δυνατόν να είσαι εσύ» ψιθύρισα με ένα στραβό χαμόγελο. Εκείνος κοίταζε με ένα γαλάζιο γυάλινο βλέμμα σαν ανθρωποειδές μα δε μίλησε. Άρχισε μόνο να εξερευνάει το σπίτι σαν ένα περίεργο κατοικίδιο.
«Εσύ είσαι Τζώνυ; Ή μήπως να σε φωνάζω Λούι;» είπα ξεσπώντας σε τρανταχτά γέλια νιώθοντας να χάνω τα λογικά μου. Το τραίνο πέρασε και πάλι μα τώρα ακουγόταν ένας περίεργος θόρυβος στις ράγες σα να πατούσε κόκαλα νεκρών που έσπαζαν σε μικρά κομμάτια. Κοίταξα από το παράθυρο ο πάνω όροφος της διπλανής πολυκατοικίας είχε πιάσει φωτιά. Γύρισα απότομα για να τηλεφωνήσω στην πυροσβεστική και είδα τον Τζώνυ σε απόσταση αναπνοής από εμένα να περιεργάζεται ένα κουζινομάχαιρο.
1 ημέρα πριν
Ο παλιός σιδηρόδρομος λειτούργησε και πάλι. Τα παλιά τρένα αποσύρθηκαν και αντικαταστάθηκαν με μια ολοκαίνουργια αμαξοστοιχία που αποτελούσε το κόσμημα της πόλης. Ήμουν εκεί στα εγκαίνια ένιωθα υπερήφανος που το τραίνο θα λειτουργούσε ξανά ύστερα από σαράντα χρόνια σιωπής. Το σπίτι μου ένα νεοκλασικό διώροφο είχε θέα στο σταθμό. Πόσο μου έλειψε αυτός ο χαλαρωτικός ήχος του τραίνου. Θυμάμαι σαν εχθές ότι ήμουν δέκα χρονών παιδί όταν κοιτούσα τα τραίνα και ονειρευόμουν ένα τέτοιο να με πάρει μαζί του σε μια ατελείωτη περιπέτεια. Στο παιδικό μυαλό μου ήταν ένα μαγικό τρένο που σε προσκαλούσε να ανακαλύψεις στους σταθμούς του κρυμμένους θησαυρούς και η περιπέτεια άρχιζε. Έπρεπε να βρεις τα σημάδια που θα σε οδηγούσαν εκεί. Μυθικά πλάσματα θα σε βοηθούσαν στην αναζήτηση σου αν και εφόσον τα ελευθέρωνες από τους κακούς μάγους που τα κρατούσαν εγκλωβισμένα. Από εκείνη την ηλικία έγραφα μικρά διηγήματα φτιάχνοντας χάρτες θησαυρού που πάντα έφτανες εκεί χρησιμοποιώντας το μαγικό τρένο.
Όλα είχαν αλλάξει από τότε. Όλα εκτός από το σπίτι που έμοιαζε παράταιρο δίπλα στις καινούργιες πολυκατοικίες. Ήταν όμως πέτρινο και εγώ το αγαπούσα. Στεκόταν ακοίμητος φρουρός της πόλης.
Φανταστείτε με πόση λαχτάρα περίμενα να ακούσω ξανά τον ήχο του τραίνου να μου χαϊδεύει τα αυτιά. Αυτή την εποχή έγραφα ένα βιβλίο με θέμα κάποιον φυγά που είχε στην κυριολεξία εξαφανιστεί από προσώπου γης από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας όπου ήταν κρατούμενος, μέχρι να δικαστεί. Ο κατηγορούμενος ήταν χειρούργος που έχασε την άδεια του επειδή συνταγογραφούσε παράνομα συνταγές έναντι αδράς αμοιβής. Δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που μπήκε στη φυλακή.
Όταν τον έπιασαν είχε σκοτώσει ήδη δέκα άτομα του υποκόσμου εγχειρίζοντάς τους ζωντανούς. Στο κεφάλαιο που έγραφα τώρα γινόταν μια αναδρομή στο παρελθόν του Λούι Σάραντον όταν ο ίδιος είχε πέσει θύμα εκβιαστών. Φυλακισμένος στο ανήλιαγο υπόγειο άκουγε μόνο τον ήχο παλιού τρένου που έμοιαζε να σερνόταν στις ράγες σαν σιδερένιο φίδι. Οι απαγωγείς ζητούσαν ένα υπέρογκο ποσό από την οικογένεια του που ήταν αδύνατον να μαζευτεί στο τελεσίγραφο των 5 ημερών. Για να δείξουν ότι σοβαρολογούν έστειλαν το μικρό του δαχτυλάκι λέγοντας ότι θα αρχίσουν να τον στέλνουν πίσω σε κομμάτια αν δεν πάρουν τα χρήματα.
Ο γιατρός βέβαια σώθηκε χάρις στην έγκαιρη παρέμβαση της αστυνομίας αλλά ο δεκαήμερος εγκλεισμός του και ο συνεχής φόβος είχε διαταράξει το νου του σε τέτοιο βαθμό ώστε να παρατήσει την οικογένεια του και να εξαφανιστεί για χρόνια. Όταν βρέθηκε ξανά ήταν ο Τζον Παραντάις ο σήριαλ κίλερ των παρανόμων όπως τον ονόμαζαν.
Το τρένο ξεκίνησε την ώρα που έκανα κάποιες διορθώσεις στο κείμενο. Στην αρχή με ξάφνιασε. Ακουσα ένα ξαφνικό αεροδυναμικό ήχο και τα παράθυρα έτριξαν. Βγήκα με έκδηλη περιέργεια στο μπαλκόνι προκειμένου να αντικρίσω το νέο θαύμα της τεχνολογίας. Ήταν γρήγορο και υπερσύγχρονο όπως ακριβώς το περιέγραφαν. Ένα κόσμημα. Το κοίταζα με δέος. Σχεδόν με υπνώτιζε. Το ρολόι του τοίχου χτύπησε δώδεκα. Ξημέρωνε Παρασκευή και 13. Άρχισε να φυσάει ένας αλλόκοτος αέρας και μια πυκνή ομίχλη σκέπασε το τρένο και την γύρω περιοχή. Ένιωσα ένα χτύπημα στο κεφάλι και ύστερα όλα σκοτείνιασαν.
Παρασκευη και 13
«Ήρεμα, ήρεμα εγώ σε δημιούργησα.» Του μίλησε ήρεμα και καθησυχαστικά όπως μιλάμε σε ένα σκυλάκι. «Τι θα έλεγες για ένα ταξιδάκι στην Βραζιλία. Δεν θα σε βρει κανείς εκει. Θα βρω τον τρόπο να σε στείλω εκει, να μείνεις για πάντα. Αυτό δεν θες να γλιτώσεις;»
Ο Τζον ή όπως αλλιώς τον έλεγαν έβγαλε ένα κρώξιμο σαν πουλί. Ήταν φανερό δεν μπορούσε να μιλήσει ήταν ένας Φρανκεσταιν χωρίς ουλές αλλά το ίδιο τρομακτικός. Απομακρύνθηκε για λίγο κοίταξε στη βιβλιοθήκη τα βιβλια. Μαλιστα έβγαλε ένα από τη βιβλιοθήκη λίγο αδέξια το οποίο έπεσε και άνοιξε με θόρυβο. Ηταν ένα βιβλιο του συγγραφεα του, του Οδυσσέα Ζαχαριάδη. Ο Οδυσσέας στράφηκε προς το παράθυρο. Ειχαν έρθει δύο πυροσβεστικά οχήματα. Φωναξε για βοήθεια αλλά ήταν σαν να μην τον άκουγε κανείς. Το τρένο πέρασε για άλλη μια φορα. Μόνο που τώρα δεν διακρινόταν στην όμίχλη. Εκλεισε το παράθυρο. Ο Τζον τον κοίταζε ερευνητικά Επαιξε λίγο το μαχαίρι στο χέρι του σαν να το ζύγιζε. Ηταν ψηλός μελαχροινός γύρω στο 1.90 έδινε μια αίσθηση ότι θα πέταγε το μαχαίρι σαν ένας περφορμερ σε σόου με ζωντανό στοχο. Ο Οδυσσέας εσυρε αργα τα βηματά του προς την πορτα.
«Δεν είσαι αληθινός, εγω σε δημιουργησα» του είπε πιο πολύ για να το ακούσει ο ίδιος παρά ο ηρωας του. «Θα πεθάνετε όλοι» ήρθε η απάντηση στο μυαλό του. Δεν είχε μιλήσει ο Τζων, η φωνή ήταν γυναικεία και αποκοσμη. Τότε μια εκωφαντική έκρηξη έσπασε το παράθυρο του σαλονιου και θραύσματα γυαλιων πετάχτηκαν και μέσα στο σπίτι. Ο Οδυσσέας άνοιξε την πόρτα αλλα πριν προλάβει να φυγει και να δει τι συμβαίνει, το μαχαίρι τον κάρφωσε πισώπλατα. Η ομιχλη διαλύθηκε ο φανταστικός ηρωας του εξαφανιστηκε ενώ απέξω ακούγονταν οι σειρήνες περιπολικών και ασθενοφόρων προσπαθούσαν να δουν αν υπήρχαν επιζώντες από την έκρηξη του διπλανού διαμερίσματος. Τα υπόλοιπα διαμερίσματα είχαν αδειάσει από τη πρώτη στιγμή που έπιασε φωτια. Την επόμενη ένα οικοδομικό τετράγωνο είχε καταστραφεί ολοσχερώς και ένα βαθύ ρήγμα στις γραμμές εμπόδισε την λειτουργία του τρένου για ένα χρόνο.
Η κατάρα (40 χρόνια πριν)
«Θα πεθάνετε όλοι όταν το τρένο έρθει ξανά» φώναξε η γυναίκα καθώς έπεφτε στις γραμμές. «Ήταν ατύχημα» έλεγε και ξανάλεγε ο Ανδρέας Ζαχαριάδης στους αστυνομικούς «Δεν ήταν η πρόθεση μου να την σκοτώσω. Ήθελα μόνο να την τρομάξω για να μην πλησιάσει την οικογένεια μου.» Η αλήθεια όμως ήταν ότι εχασε και τη γη κάτω από τα πόδια του όταν εκείνη του ανακοίνωσε ότι ήταν έγκυος στο παιδί τους. Κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι συνέβη εκείνη τη νύχτα. Ο μοναδικός μάρτυρας ήταν μεθυσμένος. Δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν ο Ανδρέας είχε σπρώξει τη γυναίκα ή όχι. Τους είχε δει μόνο να λογομαχούν. Ο Ανδρέας Ζαχαριάδης καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκισης με αναστολή αλλά επειδή εξέτισε ήδη τα 3/5 της ποινής του πριν γίνει το δικαστήριο αφέθηκε ελεύθερος. Από τότε δεν ξαναείδε τη γυναίκα του και το παιδί του οι οποίοι πήγαν να ζήσουν μόνιμα πια με τα πεθερικά του στην Θεσσαλονίκη. Η ζωή του είχε γίνει μια κόλαση πλήρωνε μια νεανική του τρέλα με τον πιο άσχημο τρόπο. Παραδόξως και το τρένο έκανε την τελευταία του διαδρομή εκείνη τη μέρα. Ο οδηγός ύστερα από το δυστύχημα έχασε τα λογικά του. Η κατάσταση των τρένων κρίθηκε ακατάλληλη αλλά κανείς δεν ενέκρινε να δοθούν χρήματα για συντήρηση και αποκατάσταση της γραμμής. Ο Ανδρέας Ζαχαριάδης επίσης δεν είχε καλή κατάληξη πέθανε στο δωμάτιο του κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ο γιος του Οδυσσέας Ζαχαριάδης αποφάσισε να αφήσει για πάντα τη Θεσσαλονίκη και να μείνει μόνιμα στο πατρικό σπίτι όπου έκδωσε και τα πρώτα του διηγήματα. Η ιστορία ξεχάστηκε. Το ίδιο και τα δημοσιεύματα η κατάρα όμως ήταν ακόμα σε ισχύ και πάντα κάτι θα συνέβαινε μέχρι το τρένο να σταματήσει για πάντα.