
ΟΤΙ ΑΝΑΖΗΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΚΑΛΟ
Της Νίκης Μουσούλη
Ήταν νύχτα και έξω, πάρα το θέρος, έβρεχε καταρρακτωδώς και το όλο σκηνικό θύμιζε χειμώνα. Ένας άντρας έσερνε αργά τα βήματα του σε ένα μοναχικό βρόμικο στενάκι με το έρεβος να τον καταπίνει στα σκοτεινά σημεία του δρόμου. Φονιά καιρό τον έλεγαν, όμως εκείνος δεν φοβόταν είχε αποφασίσει να φτάσει στον προορισμό του και παρά τις βροντές και τις αστραπές ούτε μια στιγμή δεν δείλιασε.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε όταν έφτασε ήταν την παλιά ξύλινη ταμπέλα της παμπ. Ήταν κρεμασμένη σε μαύρες αλυσίδες και βιδωμένη στην οροφή του καταστήματος. Στην ταμπέλα έγραφε το όνομα της παμπ: « Φλάρος». Μέσα στο σκοτάδι είδε κάτι να φτερουγίζει και να προσγειώνετε πάνω στην ταμπέλα. Ήταν μια κουκουβάγια. Εκείνη άρχισε να κοάζει. Θυμήθηκε πως κάποτε είχε ακούσει πως το να ακούσεις κουκουβάγια σήμαινε θάνατο. Όμως εκείνος δεν πίστευε σε αυτού του είδους τις δεισιδαιμονίες. Εικοστό πρώτο αιώνα έχουμε σκέφτηκε. Έσπρωξε την βαριά πόρτα και εκείνη άρχισε να τρίζει από τους κακό συντηρημένους μεντεσέδες της. Η βαριά ατμόσφαιρα από τα ξύλα που υπήρχαν στο μαγαζί και ο καπνός από τα τσιγάρα των θαμώνων τον χτύπησαν βίαια στο πρόσωπο.
Προχώρησε προς το μπαρ όταν ξαφνικά τρόμαξε, θα μπορούσε να ορκιστεί ότι βρισκόταν μπροστά σε ένα βαμπίρ που μόλις είχε φάει το θήραμα του. Ο μπάρμαν ήταν σχεδόν αποστεωμένος, τα μάτια του κατάμαυρα από το ξενύχτι και κατακόκκινα από τους καπνούς. Όσο προχωρούσε έβλεπε την μεταμόρφωση του ανθρώπου πίσω από το μπαρ από πλάσμα της φαντασίας σε κανονικό άνθρωπο. Όταν έφτασε στο μπαρ είδε το σήμα με το όνομα του μπάρμαν, λεγόταν Δίας. Παρήγγειλε μια μπύρα. Έκατσε σε ένα σκαμπό να περιμένει. Από τα μεγάφωνα άκουγε ένα σόλο μπάσου και κάθε τόσο τόνους από μια κρητική λύρα, ήταν περίεργος συνδυασμός, για την ακρίβεια πρώτη φορά άκουγε κάτι τέτοιο, όμως του άρεσε.
Από την άλλη άκρη του μαγαζιού είδε μια πολύ θελκτική γυναίκα. Είχε ξανθά μαλλιά και ηλιοκαμένη επιδερμίδα. Το πρόσωπο της θύμιζε βόρεια, ενώ ο αέρας και το στυλ της Αμερικάνα. Φορούσε ένα λευκό μίνι φόρεμα με αβυσσαλέο ντεκολτέ που έφτανε κάτω από τον αφαλό της. Στα πόδια της φορούσε μπεζ σανδάλια με χρυσές και λευκές λεπτομέρειες. Πλησίασε στο μπαρ και έκατσε σε ένα σκαμπό δίπλα του. Έκατσε αργά λυγίζοντας τα μακριά καλλίγραμμα πόδια της σε σταυροπόδι.
Ο μπάρμαν άφησε την μπύρα μπροστά του. Πήρε το ποτήρι στο
χέρι του. Ήπιε μια στάλα αφού την γύρισε μερικές φορές μέσα στο στόμα του ώστε
να αναδειχθούν οι γεύσεις, τα αρώματα της αλλά και η πικρή γεύση του ζύθου της,
κατάπιε την γουλιά του. Σήκωσε το βλέμμα του από το ποτήρι και την κοίταξε.
Εκείνη του χαμογέλασε δείχνοντας του τα μαργαριτάρια που έκρυβε πίσω από τα
κατακόκκινα χείλη της. Πλησίασε το χέρι της στο ποτήρι του ακούμπησε το δάχτυλο
της στην επιφάνια της μπύρας πήρε μια σταγόνα και ακούμπησε το δάκτυλό της στα
χείλη του. «Ποια είσαι;» την ρώτησε.
«Δεν έχει σημασία το όνομα μου» του είπε με την βαθιά αισθησιακή φωνή της.
«Θέλω να ξέρω».
«Τότε θα σου το αποκαλύψω, την όγδοη μέρα που θα συναντηθούμε εδώ» αποκρίθηκε
και σηκώθηκε. Εκείνος έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Ήταν Κυριακή θα έπρεπε να
περιμένει άπραγος όλη την εβδομάδα. Ακολούθησε με το βλέμμα του το κορμί της
που λικνιζόταν πέρα δώθε σε κάθε της κίνηση μέχρι που εκείνη βγήκε από την
παμπ.
Το επόμενο βράδυ παρότι ήταν Δευτέρα η παμπ λειτουργούσε κανονικά όμως προς μεγάλη του έκπληξη εκείνη δεν ήταν εκεί. Βγήκε από την παμπ και μπήκε σε ένα μπαρ, δεν ήθελε μπύρα ήθελε κάτι δυνατότερο και έτσι παρήγγειλε ένα κοκτέιλ μολότοφ. Το μπαρ που πήγε λεγόταν «Ασκιανός». Ένιωσε την πυρακτωμένη λάβα να κατεβαίνει από τον ουρανίσκο, στον λαιμό, από εκεί στον οισοφάγο του και να κατακάθεται στο στομάχι του σαν να ήταν ο πάτος ενός ηφαιστείου.Την Τρίτη πήγε σε ένα ταβερνάκι που λεγόταν «ψάκι» τον παραξένεψε το όνομα όμως δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Έκατσε σε ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο και μπλε καρέκλες. Μέχρι την στιγμή που πήγε ο ταβερνιάρης στο τραπέζι χάζευε τους πίνακες. Αναγνώρισε κάποια μέρη στα οποία είχε ταξιδέψει και ο ίδιος. Όπως η Χίος, η Μύκονος και η Κέρκυρα. Από την άλλη πλευρά του τοίχου υπήρχαν φωτογραφίες μιας αλλοτινής Ελλάδας, της Ελλάδας προ των μνημονίων, της ένδοξης Ελλάδας των ολυμπιακών αγώνων. Το βλέμμα του μαγνητίστηκε από ένα ηλιοβασίλεμα. Ήταν σε κάποιο νησί του Ιονίου και μπροστά από τον κόκκινο ήλιο πόζαρε μια μαύρη σιλουέτα, θα έπαιρνε όρκο πως ήταν εκείνη η γυναίκα.
Ο ταβερνιάρης πήγε στο τραπέζι του και άφησε μια χωριάτικη
σαλάτα, μια καράφα με κρασί διάφορούς μεζέδες ,ένα καλάθι με ψωμί και
μαχαιροπίρουνα τυλιγμένα σε λευκό πανί.
«Ποια είναι η γυναίκα σε εκείνον τον
πίνακα;» ρώτησε δείχνοντας τον με το δάχτυλο του.
«Δεν ξέρω. Όμως ο Αλί ξέρει», είπε δείχνοντας έναν μελαχρινό άντρα. Είχε χρόνια
στην Ελλάδα και πριν την ενασχόληση του με την ζωγραφική και το να σερβίρει
στην ταβέρνα είχε δουλέψει στις σκοτεινές
καλλιέργειες, όπως αποκαλούσαν τα χωράφια με την μαύρη σταφίδα.
«Θα μπορούσε να έρθει να μου απαντήσει εκείνος;».
«Ναι αμέ, γιατί όχι» είπε ο ταβερνιάρης και προσφέρθηκε να τον φωνάξει.
Ο Αλί τον πλησίασε, ο άντρας τράβηξε μια καρέκλα και του έκανε νόημα να κάτσει.
Όταν εκείνος το έκανε, επανέλαβε την ερώτηση.
«Δεν ξέρω πως την λένε. Το μόνο που ξέρω για εκείνη είναι πως κατάγετε από τους
Δελφούς».
«Τίποτα άλλο;».
«Όχι. Όμως ο Γιάννης εδώ παρακάτω ξέρει».
«Ποιος είναι ο Γιάννης; Που μπορώ να τον βρω;».
«Στο μπαρ «Φουριάρης». Είναι ο ιδιοκτήτης»
«Μα όλο περίεργα ονόματα έχουν εδώ τα μαγαζιά;» αγανάκτησε εκείνος.
«Τι εννοείς;».
«Να ας πούμε εδώ. Τι σημαίνει ψάκι;».
«Ψαράκι. Απλά έχουμε χάσει μερικά γράμματα» ο άντρας απέναντι του τον κοίταξε
παραξενεμένος και ξέσπασε σε γέλια.
Την Τετάρτη πήγε γραμμή στο μπαρ «Φουριάρης» εκεί είδε μια κοπέλα να συγυρίζει. Την πλησίασε και την ρώτησε για το αφεντικό της. Εκείνη τον ενημέρωσε πως έλειπε και πως θα επέστρεφε το Σάββατο. Την ευχαρίστησε και έφυγε.
Η Πέμπτη και η Παρασκευή του, κύλισαν τόσο αργά που ένιωθε
πως ο χρόνος είχε σταματήσει ξαφνικά. Ώσπου ήρθε το Σάββατο και εκείνος πήγε
ξανά στο μπαρ με σκοπό να συναντήσει τον Γιάννη. Μπαίνοντας μέσα είδε έναν
καστανόξανθο τύπο να καθαρίζει προσεκτικά τα ποτήρια του. Πλησίασε και ακούμπησε
τα χέρια του στην μπάρα. Ο Γιάννης τον κοίταξε.
«Φίλε δεν έχουμε ανοίξει ακόμα».
«Το ξέρω μια πληροφορία θέλω».
«Και τι είμαστε εδώ ταινία;».
«Ψάχνω μια γυναίκα. Ο Αλή μου είπε πως την ξέρεις».
«Πολλές ξέρω». Εκείνος του έκανε την περιγραφή της και του ανέφερε και τον
πίνακα.
«Καλύτερα να σταματήσεις την αναζήτηση σου. Δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο
μια κατσίκα είναι που νομίζει πως μπορεί να κάνει ότι θέλει».
«Πρόσεχε τα λόγια σου».
«Πρόσεχε τα νότα σου. Πας γυρεύοντας για μπελάδες μικρέ. Ότι αναζητάς δεν είναι
πάντα για καλό» του είπε δείχνοντας του διακριτικά την έξοδο του μαγαζιού του.
Εκείνος αποχώρησε φανερά εκνευρισμένος. Ταυτόχρονα σκεφτόταν ότι η επόμενη μέρα
ήταν εκείνη που του είχε πει ότι θα την συναντούσε.
Την Κυριακή από νωρίς το βράδυ είχε πάει στην παμπ και την
περίμενε κατά τις δώδεκα την είδε να μπαίνει στο μαγαζί. Απ' έξω άκουσε για
ακόμα μια φορά την κουκουβάγια. Εκείνη τον εντόπισε και τον πλησίασε.
«Έμαθα ότι με έψαχνες» του είπε.
«Ισχύει. Ήθελα να μάθω το όνομα σου».
«Θα σου το πω αργότερα». Τον τράβηξε έξω από την παμπ. Μπήκε σε ένα μπαρ και
ζήτησε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί από τον μπάρμαν και του είπε να το ανοίξει.
Το πήρε στο χέρι της, άφησε ένα χαρτονόμισμα στον πάγκο και βγήκε ξανά έξω.
«Ακολούθησε με» του ψιθύρισε. Εκείνος έκανε πειθήνια ότι και αν του έλεγε. Τον
οδήγησε στην αμμουδερή παραλία. Τον έβαλε να ξαπλώσει. Πέρασε το ένα της πόδι
πάνω από το σώμα του και κάθισε στο στομάχι του. Έγειρε το σώμα της πάνω στο
δικό του, τόσο πολύ που το στήθος της ακούμπησε στο στέρνο του. Σήκωσε το
μπουκάλι και το πλησίασε αργά προς το στόμα του. Του έριξε επτά σταγόνες στο
στόμα. Μια προς μια και εκείνος τις γευόταν απολαυστικά.
«Μια για κάθε ημέρα της αναζήτησης σου» του είπε. «Ήρθε η ώρα να μάθεις το
όνομα μου. Με λένε Κίρκη και η Οδύσσεια σου μόλις ξεκίνησε» συμπλήρωσε. Από
μακριά άκουσε την αγριεμένη θάλασσα. Ανασηκώθηκε και προσπάθησε να δει πέρα
στον ορίζοντα εκείνη σηκώθηκε από πάνω του. Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια του.
«Τι μου συμβαίνει;».
«Κάθε σταγόνα αντιστοιχούσε σε ένα ποτήρι» του είπε και γέλασε σατανικά.
Εκείνος είδε την θάλασσα να αποτραβιέται προς τα μέσα. Γύρισε να την κοιτάξει
όμως η Κίρκη είχε εξαφανιστεί. Την φώναξε, προσπάθησε να σηκωθεί και να την
αναζητήσει. Δεν μπορούσε ήταν σκνίπα. Έμεινε ακίνητος και σκέφτηκε τα λόγια του
Γιάννη και αμέσως μετά τις δεισιδαιμονίες που ακολουθούσαν το κόασμα της κουκουβάγιας.
Τις πρώτες πρωινές ώρες η παλίρροια ξέβρασε το άψυχο κορμί του πάνω στην πλάστιγγα ενός παντοπωλείου που είχε πρόσοψη στην θάλασσα.