Μια θάλασσα που την έλεγαν Αντιγόνη

ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Του Αλέξανδρου Δαμουλιάνου

Έμαθα ν' αγαπώ τον γκρεμό

που πάντοτε κρατούσες απ' το χέρι

για μην πέσει στο στενό ρυάκι της παλάμης σου.

«Ο δρόμος» σου 'λεγα ξανά «τελειώνει

ή με δρόμο ή με γκρεμό,

και έχω μαζέψει κάθε πτώση που σου μοιάζει

για να χτίσω, απ' την αρχή,

την ξέσκεπη άβυσσο

που κάποτε θα στεριώσει στο σώμα μας».


Δεν βρίσκαμε δέντρο να μας νοικιάσει

τον ίσκιο του.

Δεν βρίσκαμε την άκρη του ορίζοντα

να τον ξεδιπλώσουμε και να τον στρώσουμε

για να ξαπλώσει γυμνό

μες στην καμένη χλόη του Απέραντου

το μονάκριβο άστρο μιας ευχής στέρφας.

Ζήσαμε τον μονόπλευρο έρωτα της σοφίας

στα γόνατα της γιαγιάς σιωπής

και στον μόχθο της ισόβιας αβύσσου.


Σου 'λεγα θυμάμαι κάποτε:

«προκομμένη κι άξια η ελπίδα

που δεν φοβάται να πεθάνει».

Μα εσύ φοβόσουν και μια νεογέννητη δύση

να πάρεις αγκαλιά στα μάτια,

μη και σε βαφτίσει το δάκρυ της

γονιό κάθε ορφανού τέλους.

«Το πρωτότοκο, μου 'λεγες,

του χειμώνα Χελιδόνι

θα γεννήσει έναν δίκροκο ήλιο

κι από μέσα θα φτερουγίσει

ένα φως ονειρόπουλο,

να καλπάσει πάνω του

η πιο γενναία ψυχή του Χαίρε

προς στις μυστικές κρυψώνες

του καημού και της χαράς».

Τι κρίμα που ούτε ο θάνατος

δεν σε είχε πιστέψει.

Αποκοιμηθήκαμε πάνω στις γδυτές φτερούγες του βυθού.


Ένας μικρός νοτιάς, βοσκόπουλο των αετών,

γύμνωνε τα μάτια σου.

Ταΐσαμε με κορινθιακό ουρανόχορτο

τις πιο άγριες αγέλες των ονείρων.


Τις νύχτες που ο ύπνος σε πέρναγε

μες στα άπατα μάτια του ουρανού

μ' ένα καΐκι από ηλιοκόκκαλα,

ένα σύννεφο αηδόνι

καθισμένο στα χαμόκλαδα μιας βροχής καμένης

σου τραγουδούσε με φωνή έφηβου ηφαίστειου

τον ακάθιστο της θαλασσοκράτειρας λευτεριάς τον ύμνο.

Και εσύ, σαν πλατιά ασβεστωχρισμένη μνήμη

καλοκαιρίας, αγαλματίζες μες στα ωκεάνια χέρια

την πρώτη προσθαλάσσωση του πρωινού έρωτα.


Ένα φιλί βαπόρι αρμένιζε

στην ρότα των χειλιών σου.


Καθίσαμε κι ακούγαμε

τις παλιές ιστορίες της μάγισσας φωτιάς.

Φωτιά, πλάνα φωτιά εσύ

κούτσουρα κάνε μας

και καίγε μας τον κούφιο νου.

Φωτιά, πλάνα φωτιά εσύ

κρύψε στα φουστάνια σου

την μικρομάνα του θανάτου αθανασία.

Φωτιά, πλάνα φωτιά εσύ

αποχαιρέτα το σβησμένο σου αίνιγμα.


Κλεισμένοι μες στην πετρόκτιστη

βουή των κυμάτων,

δίχως φως και παράθυρα,

Κλεισμένοι μες στους

τέσσερις τοίχους του πνιγμού μας,

μες στον ασβεστωμένο αφρό

που φρεσκάρει τον ετοιμόρροπο ορίζοντα,

σ' έβλεπα μισή να πεθαίνεις

και μισή να σε περνάει ο ύπνος

μες στα άπατα μάτια του έναστρου σου βίου

μ' ένα καΐκι από ονειροκόκκαλα.


Και 'γω, μαζί, ένας ολόκληρος θάνατος

να σ' αγαπά και να σε κλαίει

μόνος, στο μοναστήρι της αγίας Αιώνιας.       


Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε