ΛΥΤΡΩΣΗ

Της Στεφανίας Χρυσαφίδου 


Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα μόλις συνάντησε το βαθυστόχαστο βλέμμα του. Εκείνος δεν έβγαλε άχνα. Έμεινε εκεί, στην μέση του δρόμου, να κοιτάζει τα πράσινα μάτια της. Εκείνα τα μάτια που τον είχαν ταξιδέψει αμέτρητες φορές σε ονειρικούς κόσμους. Τούτη τη φορά εκείνη ήταν αποφασισμένη. Θα του ψιθύριζε την αλήθεια, μια αλήθεια που έκρυβε καλά στο θησαυροφυλάκιο της πληγωμένης της καρδιάς. Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να τον γεμίσει με γλυκόλογα, αγκαλιές και φιλιά. Η αλήθεια της ήταν σκληρή και συνάμα ανατριχιαστική. Μπορούσε να ξεπεράσει κάθε σκηνοθετημένη ταινία του Χόλυγουντ, διότι το παραμύθι της δεν είχε ούτε τέλος αλλά ούτε και αίσιο...

Τον πλησίασε με βήματα αργά, αλλά με κορμί τρεμάμενο. Δεν γνώριζε αν τελικά θα πίστευε στα λόγια της ύστερα από τα χρόνια που είχαν περάσει γοργά. Χρόνια βαριά και υπνωτισμένα στην λήθη της ζωής. Καθώς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια μεγάλωνε μόνη της τον γιό τους, δίχως να γνωρίζει την παραμικρή λεπτομέρεια της ζωή του άνδρα που της ράγισε την ψυχή.

Ευθύς, έσπασε την σιωπή. Βγάζοντας από την ευρύχωρη τσέπη του μαύρου της παλτού μια ξεθωριασμένη φωτογραφία. «Αυτός, είσαι εσύ. Ο άνδρας που περίμενα για αρκετό καιρό» ψέλλισε και έδωσε στα χέρια του την φωτογραφία που απεικόνιζε την όψη του. Εκείνος δεν της απάντησε αμέσως, ίσα που χαμογέλασε.

«Σταμάτα, επιτέλους, να φτιάχνεις όνειρα στο μυαλό σου για εμάς. Ξέρεις πολύ καλά πως ότι έπραξα το έκανα από ανάγκη. Γι' αυτό δεν επιθυμώ ούτε το πρόσωπο σου να βλέπω!» της ομολόγησε έξω από τα δόντια. Ήταν λόγια ασήκωτα που εκείνη δεν είχε την δυνατότητα να απορροφήσει. Αυτός, ο άνδρας που της είχε τάξει τον ουρανό με τα άστρα, της είχε προσφέρει τον ώμο του για να κλάψει, αλλά και μια αγκαλιά για να την παρασέρνει στους δρόμους της αγάπης, έμοιαζε με ολόφρεσκη απάτη. Ένα ψέμα οδυνηρό, άγριο και βγαλμένο από εφιάλτη.

Εκείνη σκούπισε με το δεξί της μανίκι την λίμνη δακρύων που είχε αρχίσει να συσσωρεύεται γύρω από τα μάτια της. «Ειλικρινά, λυπάμαι γι' αυτό που σε μετέτρεψε ο πατέρας σου. Μα πιο πολύ λυπάμαι που σου χάρισα στιγμές θαλπωρής όταν εσύ ερχόσουν, χτυπημένος και αιμόφυρτος εξαιτίας του πατέρα σου, σε 'μένα για να σου γιατρέψω τις πληγές. Ξέχασα... Εκείνη την εποχή ήσουν ένας δεκαεφτάχρονος ονειροπόλος. Ένα παιδί που δεν θυμίζεις τίποτα από αυτό τώρα στα τριάντα δύο σου χρόνια... »

Η φωτογραφία πέταξε μακριά από τα χέρια του, προκειμένου να βρεθεί σε μια τεράστια κηλίδα λάσπης. «Αναπολείς εκείνο το άμοιρο αγόρι, έτσι; Αυτή τη στιγμή κορίτσι μου, ο γέρος μου με έχει κάνει πλούσιο. Αφού, να φανταστείς, είμαι ένας τρανός επιχειρηματίας. Πολλές με διεκδικούν... Όμως σε καμία δεν ανήκω. Μπορώ να φανταστώ ότι ακόμη σαν το κερί λιώνεις για μένα. Το ξέρω, με χρειάζεσαι...» της είπε με μεγάλη αυτοπεποίθηση.

Εκείνη χαμογέλασε φανερά. «Περιμένεις να πέσω γονατιστή στα πόδια σου για να σε παρακαλέσω; Τα λάθη τελείωσαν, κύριε επιχειρηματία της χρονιάς. Απόψε σκόπευα να σου αποκαλύψω το μυστικό που δεν πρόλαβα ποτέ να σου πω, καθώς εσύ με εγκατέλειψες. Έφυγες από την πόλη δίχως μια εξήγηση ή έστω ένα γράμμα. Παράξενη που είναι η ζωή, έτσι; Εγώ να συναντήσω μετέπειτα από τόσα χρόνια... Έναν άνδρα που δεν γνωρίζω καθόλου!»

Εκείνος ίσιωσε την γραβάτα του γαλάζιου πουκάμισου του και έγειρε προς το μέρος της. «Είσαι λίγη, δεν σου αξίζει κανένας!» της φώναξε επιπόλαια. Δύο δευτερόλεπτα αργότερα συμπλήρωσε «Α! Και από εσένα τίποτα άλλο να μην ακούσω» .

Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ο ψηλός, ξανθός άγγελος της, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί στα μυθιστορήματα της. Φυσικά δεν ήταν μέρος της φαντασίας της, αλλά ο άνθρωπος που της είχε συμπαρασταθεί όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια. Κάποιος που την λάτρευε για τις ατέλειες της και ποθούσε κάθε μέρα να γνωρίζει περισσότερα κομμάτια του έντονου χαρακτήρα της.

«Αυτήν την γυναίκα που τόλμησες να αποκαλέσεις λίγη, δεν την γνώρισες ποτέ στ' αλήθεια. Ξέρεις, φίλε θρασύ και αναίσθητε, πως γέννησε τον καρπό της ασήμαντης και ψεύτικης αγάπης σου; Ξέρεις ότι της αξίζει κάποιος που έχει να της χαρίσει ότι δεν της χάρισες εσύ;» η φωνή του τόσο ήρεμη που θα πίστευε κανείς πως έσταζε μέλι.

Εκείνος κοκάλωσε σαν άγαλμα σε μουσείο. Βέβαια, τα αυτιά του τον κορόιδευαν. Αδύνατον να πιστέψει ότι άκουγε...

Ο ξανθός άγγελος της έπιασε απαλά το χέρι και το έσφιξε στην παλάμη του. «Άκουσε με, το ενδιαφέρον σου είναι πολύ για εκείνον...» της ψιθύρισε στο αυτί. Εκείνη κατένευσε και χάθηκε μαζί του. Ίσως να είχε βρει την διέξοδο της, ίσως να είχε γνωρίσει τον πραγματικό ιππότη της ιστορίας της, ίσως πάλι να είχε συμφιλιωθεί με το παρελθόν. Ένα ήταν σίγουρο... Μπορούσε  πλέον να δηλώνει ευτυχισμένη!

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε