
ΚΑΜΟΥΦΛΑΖ
Του Αλέξανδρου Δαμουλιάνου
Γδύνονται ντύνονται οι έφηβοι
στις στενές ντουζιέρες
ετοιμόρροπων πορνείων.
Βρωμάει τσιγαρίλα
η ανάσα του νερού στο κομοδίνο.
Αδιάφοροι νταβατζίδες
παίζουν χαρτιά με την αργόσχολη ώρα τους
κερδίζουν χάνουν
ξυλοφορτώνουν πλύστρες ευχές.
Γυναίκες
γυναίκες που πούλησαν οι άλλοι
τη ψυχή τους στον χάρτινο διάολο,
γυναίκες που κάθε νύχτα σταυρώνονται
ανάσκελα στον έρωτα,
γυναίκες που περιμένουν μονάχα
πότε θα ξανά πεθάνουν.
Γυναίκες
μικρές, νέες και μεγαλύτερες
πλένουν τα στήθη τους,
τα χέρια τα μαλλιά τους
κι ό,τι άλλο κρυφό έγινε φανερό
μ' αποξηραμένα δάκρυα κατοικίδιας ανεμώνης.
Λαμπαδιάζει η παρθένα έξαψη των νέων
μπροστά στα μισάνοιχτα δαντελένια πόδια.
Βγάζουν
-άλλοι γρήγορα κι άλλοι πιο αργά-
τα αθλητικά τους παπούτσια
-στο νούμερο της έλλειψης-
άσπρες κάλτσες με ρίγες ζέβρες
κόκκινα και μπλε πουκάμισα κλόουν
ξεκούμπωτα από ώρα
φανέλες με φυσικό μαύρισμα και λεπτές τιράντες παντελόνια κοντά,
με υφάσματα ακριβά
ή με ρίγες πάλι
δανεισμένες από την άγρια εγρήγορση
των σωμάτων
εσώρουχα μαύρα
εφαρμοστά με φίρμες πάνω,
και, μένουνε γυμνοί
με απόλυτη ειλικρίνεια,
γυμνασμένοι
σαν να γυμνάζεται χρόνια η αναμονή τους,
σαν να γυμνάζεται χρόνια η φαντασία τους,
σαν να γυμνάζεται χρόνια η στιγμή
να σηκώνει κάθε μέρα τα προσθετέα βάρη
της νεότητος.
Ξαπλώνουν οι νέοι με τις γυναίκες
στα ρηχά του κρεβατιού.
Νοικοκυρά η γλώσσα που τινάζει
ξανθές ανταύγειες σκόνης
από σκουρόχρωμες θηλές.
Πανικόβλητοι παλμοί σπεύδουν
να περιφράξουν το αίμα
που τρέχει σαν δαιμονισμένο
στις υπόγειες φλέβες.
Πεισμώνουν τα πρώτα βογκητά
ανοιγοκλείνουν τα παράθυρα από νευρικότητα.
Βιαστικά κατεβαίνει η γλώσσα τα πλατιά σκαλοπάτια των μυών,
να ξανά βιδώσει το χαμόγελο
του ξυρισμένου κάτω ορόφου.
Ωριμάζουν τα νεαρά βογκητά, τρελαίνονται,
αυτοκτονούν πηδάνε
απ' το σπασμένο τζάμι.
αλλού αέρινα μπόξερακια
κι αλλού μικρόσωμα βρακάκια.
που προσποιείται πως σέρνεται στο πάτωμα,
δεν του κάνει, μα κανείς εξαερισμός δεν του 'μαθε τέλος πάντων
πως κι ο χρόνος κόβει και ράβει
την κάθε διάπλαση
στα μέτρα και τις διαστάσεις του.
Σταυροπόδι κάθεται η ώρα
και χτυπά τα δάχτυλα της
σα να παίζει στον απέναντι καθρέφτη
άυλη ορχήστρα ρεμπέτικου.
Μισοπονάει ο νέος καθώς τινάζεται
ολόκληρος μεσ' στην παράνομη
ζωή της πόρνης.
Γονατίζει μέσα της
η απροσκύνητη του νιότη.
Τεντώνει το πόδι της
σαν σωμάτινη χορδή
που ενώνει άκρες μισοφέγγαρου,
τινάζεται,
δαγκώνει ελαφρώς το λαιμό της,
τινάζεται,
μισοπονάει στο λαιμό της,
τινάζεται,
μισοπονάει,
τινάζεται.
Νύχια βαμμένα νύχτα
γδέρνουν αστραφτερές πλάτες.
Ξεθωριασμένα τατουάζ ζαλίζονται
στην μεταξένια τρικυμία των σεντονιών.
Ναυτία παθαίνουν τα βλέμματα
ανήλικων άστρων που κρυφοκοιτάζουν
σαν έρημα κύματα που πιάνονται
σε δίχτυα νέγρων ψαράδων.
Περιστρέφονται οι άξονες των σωμάτων
γύρω από το χαμογελαστό κουφάρι
της εφηβείας.
Φασίστες οργασμοί σπάνε τις πόρτες
και κρύβονται στις σιδερένιες ντουλάπες
μη τους βρει η δημοκρατική σύλληψη.
Βγάζει ο νέος
το ελαστικό κουκούλι της μεταμόρφωσης
-με τα αποσιωπητικά υγρά-
μα τίποτα δεν έχει αλλάξει
ίδιο το σπέρμα ίδιο το πέος
ίδια η μήτρα απ' όπου έρχεται
με το πάσο του αχνιστός ερεθισμός.
Ίσως μόνο να 'χει αλλάζει
του μέσα βίου η ιεράρχηση,
να κέρδισε εκείνη έναν ακόμη θάνατο
-που μεθαύριο θα τον κληροδοτήσει
στις απόγονες της λύπες-
να κέρδισε εκείνος την πρώτη του μισοτελειωμένη πλαστή ζωή
-που μεθαύριο θα ανακαλύψει
πως δεν εξαργυρώνεται σε κανένα λάθος.
Γυμνή ακόμα η ανάσα του νέου
που την ξεπαρθενεύει με βία
το πρώτο του τσιγάρο.
Χαρωπά χαρτονομίσματα
περιμένουν στο συρτάρι
να χαρούν περισσότερο
καθώς θα τα σφίγγει με μανία
η γυναίκα που τα κέρδισε
η γυναίκα που τα αξίζει.
Γδύνονται ντύνονται οι έφηβοι
στις στενές ντουζιέρες
ετοιμόρροπων πορνείων.
Σ' αυτά τα σπίτια
και το πιο κρυφό γίνεται φανερό.
Σ' αυτά τα σπίτια
δεν ντρέπονται οι νοσταλγίες
να κυκλοφορούν γυμνές.
Σ' αυτά τα σπίτια
μόνιμη σπιτονοικοκυρά ειν' η πτώση.
Γυναίκες
γυναίκες που παζαρεύουνε κάθε βράδυ
τα σάπια λείψανα της τιμής τους
στα σπίτια, στα τρένα,
στις λεωφόρους, στα τηλέφωνα,
γυναίκες που γεννά κάθε βράδυ
η μήτρα τους και άνδρες
πιο άνδρες κάθε βράδυ
πιο τέλος κάθε βράδυ,
γυναίκες που δεν ξέρουνε
πότε θα γεννηθούν.
Μα εγώ, γιατί δεν ακούστηκα από νωρίς
στα σπίτια αυτά;
ούτε γδύθηκα ούτε ντύθηκα
να με βλέπουν οι ηδονοβλεψίες τοίχοι.
Εγώ, σκέψεων οικογενειάρχης
και πατέρας ρωμαλέων οραματισμών
δεν μου επιτρέπεται
τίποτα λιγότερο παράνομο
από το ήδη παράνομο που ζω.
Μα τι θέλω και γυρνάω σε δρόμους
που μόνο εγώ δεν διάλεξα
και που μόνο σ' οδό δεν βγάζουνε;