
Η ΠΑΤΡΙΚΗ ΦΙΓΟΥΡΑ
Της Χρύσας Παναγοπούλου
- Μελίνα, ξύπναααααα
- Τι θες είναι Σάββατο σήμερα διαμαρτυρήθηκε η Μελίνα. Η πεντάχρονη Ελενα δεν έλεγε να την αφήσει να κοιμηθεί, τράβαγε συνέχεια το μανίκι της πιτζάμας της πιέζοντάς τη έτσι να καθίσει στο κρεβάτι κατσουφιασμένη.
- Λέγε τι έγινε; Και φρόντισε να είναι καλό όχι κάποια από τις συνηθισμένες βλακείες σου δήλωσε τελικά με κάποια παραίτηση η Μελίνα.
- Είδα τον μπαμπά πίσω από τα δέντρα, μόλις όμως πλησίασα κοντά, μπουμ εξαφανίστηκε είπε σοβαρά η μικρή και χτυπώντας τα χέρια της.
- Μικρή ψεύτρα γι αυτό με ξύπνησες; Είπε η Μελίνα και της πέταξε το μαξιλάρι.
Η μικρή πείσμωσε και έβαλε τα κλάματα - Δεν με καταλαβαίνεις της είπε ρουφώντας τη μύτη της. - Μακάρι να ήταν εδώ η μαμά να σε μαλώσει γιατί πρέπει να δουλεύει και Σάββατο;
- Για να έχουμε εμείς ό,τι θέλουμε, μικρή ανόητη. Απάντησε βαθυστόχαστα η Μελίνα
- Τα δημητριακά είναι πάνω στο τραπέζι τα φτάνεις, άσε με να κοιμηθώ άλλο λίγο σε παρακαλώ. Είπε η Μελίνα και κουκουλώθηκε με την κουβέρτα.
Η μικρή πήγε απρόθυμα στην κουζίνα πήρε ένα μπολ το γέμισε με δημητριακά και έβαλε και λίγο φρέσκο γάλα από το κουτί. Πήρε το μπολ μαζί της έξω στη βεράντα και άρχισε να τρώει με θόρυβο. Ο πρωινός αέρας την έκανε να κρυώνει και κούμπωσε τη ζακέτα της. Έτρωγε με αμηχανία και το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο δάσος. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος δεν έκανε λάθος κάποιος ήταν εκεί. Ήταν ανώφελο να ξυπνήσει την αδελφή της. Παράτησε το μπολ στο τραπεζάκι με τα μισοφαγωμένα δημητριακά και προχώρησε προσεκτικά στο δάσος. Τον είδε να βάζει μπροστά ένα ανοιχτό φορτηγάκι. Ήταν εκείνος δεν υπήρχε καμία αμφιβολία.
Πήγε στο σπίτι τρέχοντας, έριξε μια ματιά στο άλμπουμ που ήταν κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού. Τώρα σιγουρεύτηκε ήταν ο πατέρας της, λίγο πιο ταλαιπωρημένος, είχε αφήσει μούσι και φορούσε ασουλούπωτα ρούχα. Δεν της φάνηκε ευτυχισμένος, μα ήταν ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ! Το ένιωθε. Δεν ενόχλησε ξανά στην αδελφή της, ήξερε τι θα της έλεγε, βλέπεις φαντάσματα.
Η αδελφή της, ήταν επτά χρόνια μεγαλύτερη, δεν την καταλάβαινε έπρεπε να μιλήσει στη μητέρα όταν θα γύριζε από τη δουλειά.
Στο μεσημεριανό τραπέζι έγινε νέος τσακωμός.
- Πάλι κοτόπουλο με πατάτες ρε μαμά, θα γίνουμε κοτόπουλα στο τέλος έκραζε η μεγάλη
- Εσύ σκάσε, εμένα μου αρέσει διαμαρτυρήθηκε η μικρή.
- Μη μιλάς έτσι στην αδελφή σου νεαρή, την μάλωσε η μητέρα
- Είναι χαζή, της είπα ότι είδα τον μπαμπά και δεν με πίστευε
- Βλέπεις όνειρα ξύπνια πετάχτηκε η Μελίνα ο μπαμπάς πέθανε όταν ήσουν ακόμα στην κοιλιά της μαμάς.
- Ο πατέρας σας δεν έχει πεθάνει είπε η μητέρα και ακολούθησε σιωπή.
Ξαφνικά η Μελίνα πετάχτηκε με τέτοια φόρα που έριξε κάτω την καρέκλα - Μας κορόιδευες τόσα χρόνια αυτό μου λές; Μα πριν πάρει απάντηση έτρεξε στο δωμάτιο της και κλείδωσε την πόρτα.
Η μικρή σηκώθηκε όρθια και άρχισε να χορεύει από τη χαρά της - Είχα δίκιο, είχα δίκιο! φώναζε δυνατά ώστε να ακούγεται μέχρι πάνω στο δωμάτιο.
- Αρκετά της είπε η μητέρα της και η μικρή σκυθρώπιασε. Κάθισε πάλι και άρχισε να τρώει με περισσότερη όρεξη.
Η μητέρα δεν άγγιξε καν το πιάτο της. Κάποια στιγμή έπρεπε να μάθουν την αλήθεια. Γιατί στα κομμάτια δεν τους είχε μιλήσει νωρίτερα; Ο πατέρας τους ζούσε απλά τις εγκατέλειψε κι αν έχει δίκιο η μικρή και ξαναγύρισε σίγουρα δεν ήταν για καλό. Αυτό που δεν ήξερε καμιά τους όμως ήταν ότι ο πατέρας όντως είχε πεθάνει πρόσφατα σε τροχαίο αλλά είχε δίδυμό αδελφό, ο οποίος τόσο ξαφνικά έμαθε την ύπαρξη τους και ήρθε για να τους προσφέρει ότι τους έλειψε όλα αυτά τα χρόνια. Την πατρική αγάπη.