Η ΦΡΟΣΩ Η ΣΜΥΡΝΙΑ

Της Τόνιας Κυριφίδη 

Η Φρόσω η Σμυρνιά

Και ξάφνου βγήκε στο κατώφλι

η Φρόσω η Σμυρνιά

και γύρω της το αντρολόι

γυρεύοντας μιά της ματιά.

Πήρε τσιγάρο από το πακέτο

και τράβηξε μια ρουφηξιά

Κοίταξε πάνω από το πέτο,

το βλέμμα της σκέτη φωτιά!

Οι άνδρες γύρω της κοπάδι,

μα εκείνη στέκεται ψηλά.

Στο σπίτι της πια δεν τους βάνει,

τα έχει κόψει όλα αυτά.

Αν δεν της βάλουμε στεφάνι,

δεν έχει άλλη αγκαλιά!

Καπεταναίοι και λεφτάδες,

ήρθαν σ' αυτήν τη γειτονιά.

Μα μπήκαν σε χοντρούς μπελάδες,

χάρη στη Φρόσω τη Σμυρνιά.

Της τάξανε χρυσά κι ασήμια,

να 'χει δικά της δουλικά.

Της έδιναν σπίτια και χρήμα

κι ένα σωρό χρυσαφικά!

Μα εκείνη αγέρωχη, γενναία,

τους έριξε σκληρή ματιά!

Είναι αφέντρα στον Περαία,

δεν την μπορεί την Κηφισιά!

Είναι αφράτη, είναι ωραία,

έχει περήφανη καρδιά.

Και ας μην είναι τόσο νέα

Κι ας μην έκανε παιδιά.

Δεν την πουλάει την παρέα...

Δεν έχει τόση πουτανιά!

Απλά γεννήθηκε μοιραία,

δεν θα το κάνει και δουλειά...

να δίνει αισθήματα λαθραία

και να κυλιέται στη βρωμιά!

Αυτά είναι πράγματα ακραία,

που σε πληγώνουνε βαθιά!

Σαν ξεκινήσεις είν' ωραία

Μετά δεν έχει γιατρειά!

Εκείνη όμως δεν κάνει τέτοια

και ας ζει απλά και φτωχικά

Κι αν στην καρδιά της έχει ντέρτια,

για όλα φταίει η μοναξιά.

Ξαπλώνει σε μονά κρεβάτια,

ας όψεται η ξενιτιά!

Πάνω σε ψηλά κατάρτια

έφυγε αυτός που αγαπά.

Δεν της αρέσουν τα γινάτια

στέκει εδώ και λαχταρά.

Κι αρνείται όλα τα παλάτια

ώσπου να 'ρθεί αυτός που καρτερά!

Μα μόλις φθάσει στο λιμάνι,

Πρώτη θα βγει στη γειτονιά

Θα τρέξει για να τον γλυκάνει,

αγέρας θα φύγει στα σκαλιά.

Με το καινούργιο της φουστάνι,

Θ' ανοίξει διάπλατη αγκαλιά

και στα φιλιά θα τον τρελάνει

και μόλις σμίξουν τα κορμιά,

μέσα στα χέρια του ας πεθάνει

και ας είναι άγρια και τραχιά!

Θα βγουν παρέα στο σεργιάνι

για να ζηλέψει η γειτονιά.

Κανένας πια δεν θα τους πιάνει

θα' ναι η αγάπη τους φωτιά!

Αλλά ο καλός της δεν θα έρθει.

Έχει χαθεί παντοτινά!

Κι αυτή κακώς τον περιμένει,

Άνοιξε γι αλλού πανιά...

Μα η καρδιά της είναι δεμένη,

Και τον γυρεύει, τον ζητά,

Είναι ψυχή βασανισμένη

Κι έχει σπασμένα τα φτερά...

Βγαίνει καπνός από τα στήθια,

τσιγάρο κι άλλο αναζητά.

Και ο νεαρός απ' τη γωνία,

της δίνει γρήγορα φωτιά.

Κι εκείνη με μια ειρωνεία,

χαμογελάει πονηρά!

Αφήνει την πολυλογία

Τα λόγια είναι περιττά.

Αρπάζει τον νιο απ' το σακάκι

Και τον τραβάει πιο κοντά,

Ρίχνει την στάχτη στο τασάκι

Και τον φιλάει ρουφηχτά

Κι αυτός μικρό, άβγαλτο παιδάκι,

παίρνουν τα μέσα του φωτιά!

Κρύβονται μέσα στο σοκάκι

και η φαντασία οργιά.

Τον μπάζει αμέσως μες το σπίτι,

χτυπάει την πόρτα δυνατά

και συνεχίζουν στα κρυφά...


Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε