ΓΕΥΣΟΥ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΠΟΥ ΠΟΛΕΜΑΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΙΣ

Της Χρύσας Παναγοπούλου 



Ξημέρωσε και πάλι. Μια μέρα μουντή. Ίδια και απαράλλαχτη με την προηγούμενη. Το σπίτι είναι άδειο χωρίς εσένα. Νομίζω ότι είναι δικό μου το λάθος. Τσακωθήκαμε για κάτι ασήμαντο και έχει συμβεί πολλές φορές, τα ασήμαντα εμείς να τα κάνουμε σημαντικά. Σου είπα να φύγεις, άνοιξες την πόρτα. Δεν διαμαρτυρήθηκες, δεν φώναξες, δεν παρακάλεσες. Κοντοστάθηκες μονάχα στο κατώφλι και με απόλυτη ψυχραιμία μου είπες «Έχεις μια ώρα διορία.» Έκλεισες την πόρτα χωρίς θυμό, χωρίς την παραμικρή ταραχή, σχεδόν αθόρυβα. Έτρεξα στο παράθυρο. Πήρες μια ανάσα σαν για πρώτη φορά να ανακάλυπτες το οξυγόνο και προχώρησες προς το αμάξι. Παρακολουθούσα τις κινήσεις σου σαν υπνωτισμένη, αυτή η αίσθηση της αυτοπεποίθησης σε κάθε σου βήμα ήταν αυτό που με σαγήνευσε από την αρχή. Ήξερα τι σήμαινε αυτή η μία ώρα. Η ώρα του απολογισμού, αυτή η στιγμή που βάζεις σε μια ζυγαριά τα υπέρ και τα κατά. Αυτή τη στιγμή μου άφησες να διαλέξω το μαζί ή το χωρίς εσένα. Κι ο χρόνος δεν ήταν σύμμαχος μου γιατί το μυαλό μου είχε αδειάσει από σκέψεις, από λέξεις, από συναισθήματα. Κι έτσι βημάτιζα πάνω κάτω σαν το θηρίο στο κλουβί. Μπήκα κάτω από το ντους, άνοιξα το ζεστό νερό. Ανέκαθεν μου άρεσε το υγρό στοιχείο έλεγα μήπως έτσι χαλαρώσω και ξαναβρώ την ψυχραιμία μου. Αντί γι αυτό το κορμί μου είχε κοκκινίσει για να μου θυμίσει ότι καίγομαι ακόμα για σένα. Όλα τα άλλα είναι υπεκφυγές, ανοησίες. Μα στην πραγματικότητα ήταν φόβος. Φόβος να αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο για να μην πληγωθώ. Μα μια φωνή μέσα μου σπάραζε «Γεύσου τον έρωτα που πολεμάς να ξεχάσεις.» Φόρεσα ένα μπουρνούζι και βγήκα από το μπάνιο. Κι όσο το ένα τσιγάρο διαδεχόταν το άλλο και το δωμάτιο είχε θολώσει από τους καπνούς εγώ έκανα μια αναδρομή στα παιδικά μου χρόνια. Ποιος μας έμαθε να φοβόμαστε τον έρωτα στ΄αλήθεια; Γιατί όταν ένα μικρό παιδί ρωτάει κάτι γι αυτό οι μεγάλοι αλλάζουν θέμα; Μήπως κι οι ίδιοι φοβούνται; Φοβάμαι τον έρωτα σημαίνει φοβάμαι να ζήσω. Ετσι το μεταφράζω εγώ στο μυαλό μου. Με το μυαλό μου να τρέχει με ένα ξέφρενο ρυθμό σαν να με έχει παρασύρει μια τρελή κατηφόρα μου έμειναν μονο πέντε λεπτά. Ποιος ορίζει τα πρέπει; Και ποιος ορίζει την καρδιά; Πέντε λεπτά να αποφασίσω για το τι θα γίνει με μας. Τα τσιγάρα τελείωσαν. Με κατέβαλε πάλι ο πανικός. Μα γιατί τσακωθήκαμε; Ούτε που θυμάμαι πια. Το μυαλό μου αρνείται να δώσει συνέχεια σε μια άτυχη στιγμή. Κι αυριο... αύριο ξημερώνει του Αγ. Βαλεντίνου. Σαχλαμάρες. Δεν υπάρχει άγιος του έρωτα. Έρωτας είναι αυτό που νιώθουμε, αυτό που καθορίζει την ύπαρξη μας. Καρδούλες, βελάκια, αρκουδάκια όλα αυτά είναι για τους ανόητους ή για τους ένοχους. Αυτούς που έχουν κάτι να κρύψουν. Ένα μόνο λεπτό!!! Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Θα γυρίσει άραγε; Το υπόσχομαι δεν θα τον ρωτήσω τι σκέφτεται και που ήταν. Μα περιμένει από εμένα μια απάντηση. Δεν ξέρω τι να πω, ισως τα χάσω, ίσως πάλι τον αγκαλιάσω. Άκουσα το κλειδί στην πόρτα. Τα μαλλιά μου είναι μπερδεμένα, δεν πρόλαβα ούτε να τα χτενίσω. Μα τι σημασία έχει. Εδώ μιλάμε για το μέλλον μας. «Λοιπόν πια είναι η απόφαση σου;» μου ψιθύρισε κλείνοντας την πόρτα. Πάντα θαύμαζα αυτή την απόλυτη ψυχραιμία του ενώ πρέπει να έβλεπε την ταραχή στα μάτια μου. «Εχεις ένα τσιγάρο;» του είπα. Έβγαλε ένα το άναψε. Περίμενα να μου το δώσει.

Όμως εκείνος σημείωσε κάτι και μου έδωσε όλο το πακέτο. Το κοίταξα. Είχε μόνο μία φράση «Εγώ θέλω.» Έτρεξα στο γραφείο μου σκοτώνοντας γιατί ήταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου και έγραψα με ένα στυλό από κάτω από τα δικά του γράμματα. «Συγνώμη, σ΄αγαπώ» και του έδωσα πίσω το πακέτο ξεχνώντας ακόμα να πάρω και το ένα τσιγάρο που τόσο λαχταρούσα.

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε