
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Της Αλεξίας Λαμπροπούλου
Κρυώνω... Νιώθω κυριολεκτικά το ψύχος να διαπερνά κάθε μου κύτταρο. Προσπαθώ να κουνηθώ, μα οι κινήσεις μου περιορίζονται από την έλλειψη χώρου. Ανοίγω με δυσκολία τα βαριά μου βλέφαρα, για να διαπιστώσω ότι δεν βλέπω τίποτα. Τυφλώθηκα; Είναι νύχτα; Δεν γνωρίζω... Με τις παλάμες ξεκινώ να ψηλαφίζω τις επιφάνειες με τις οποίες έρχομαι σε επαφή. Κρύες και λείες. Λες και βρίσκομαι σε ένα μεταλλικό κουτί. Όμως, στάσου... Η επιφάνεια που βρίσκεται μπροστά μου, αν και εξίσου λεία και παγωμένη με τις άλλες τρεις, παρ' όλα αυτά στην αφή είναι διαφορετική. Θα τολμούσα με επιφύλαξη να πω ότι μπροστά μου έχω γυαλί. Αυτό ίσως και να σημαίνει ότι είναι νύχτα, γι' αυτό και το σκοτάδι.
Η έλλειψη χώρου αρχίζει να μου δημιουργεί έντονο εκνευρισμό. Νιώθω την ανάγκη να σπάσω τα δεσμά της φυλακής που με κρατάει. Το κορμί μου πονάει από την ακινησία και , σε συνεργασία με το κρύο, ο πόνος νιώθω ότι είναι ικανός να με τρελάνει. Από τα νεύρα μου αρχίζω να χτυπώ με όση δύναμη έχω το γυαλί μπροστά μου. Χωρίς αποτέλεσμα δυστυχώς. Το μόνο που κατάφερα είναι να πονάνε και τα χέρια μου πια. Α! Και να ζεσταθώ λιγάκι... Προσπαθώ ξανά να διακρίνω κάτι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που βρίσκομαι. Μου φαίνεται ότι, μέσα από το υποτιθέμενο τζάμι, βλέπω ένα - μάλλον κόκκινο - λαμπάκι να αναβοσβήνει σε τακτά χρονικά διαστήματα. Περίεργο...
Το κρύο έχει αρχίσει ξανά να με ενοχλεί. Αρχίζω να τρίβω το σώμα μου για να προσφέρω στον εαυτό μου μια μικρή δόση ανακούφισης. Διαπιστώνω ότι είμαι εντελώς γυμνή... Εντελώς! Τα πράγματα γίνονται όλο και πιο περίπλοκα καθώς περνάει η ώρα. Πού βρίσκομαι; Πώς βρέθηκα εδώ; Και γιατί είμαι γυμνή; Τι μου συνέβη; Μάταια προσπαθώ να θυμηθώ κάτι. Η μνήμη μου λες κι έχει παγώσει κι εκείνη. Τέλεια! Ας ξεκινήσω από τα απλά λοιπόν. Ποια είμαι... Εύκολο, έτσι; Χμ... Ναι, θυμάμαι! Το όνομα μου είναι Αριάδνη. Ωραία... Τι άλλο θυμάμαι; Ένα περίεργο όνειρο που έβλεπα πριν ξυπνήσω. Ένα κρεβάτι και γύρω του πολλά άτομα. Όλοι φορούσαν την ίδια άσπρη ρόμπα. Μετά το κρεβάτι σκεπασμένο με ένα πράσινο σεντόνι και το φως να κλείνει. Αυτά!
Μια λάμψη περίεργη με στραβώνει. Δεν είναι δυνατή, αλλά μετά από τόσο σκοτάδι το παραμικρό φως είναι ικανό να παραλύσει τον αμφιβληστροειδή μου. Τώρα είμαι σίγουρη. Βρίσκομαι πίσω από ένα τζάμι, ένα σκούρο τζάμι για την ακρίβεια. Με όση δύναμη έχει απομείνει στο παγωμένο μου κορμί ξεκινώ να χτυπώ ξανά το τζάμι. Νομίζω ότι διακρίνω μια φιγούρα να στέκεται απ' έξω, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή εξαφανίζεται τρέχοντας. Αυτό ήταν! Θα πεθάνω από το κρύο, δεν υπάρχει καμία ελπίδα σωτηρίας για εμένα πια. Χωρίς να ξέρω γιατί, λυγμοί κατέκλυσαν το κορμί μου και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου. Είχα τόση ανάγκη να ξεσπάσω. Για τον φόβο, την αβεβαιότητα, την παγωνιά που ένιωθα. Παγωνιά στο σώμα και την ψυχή. Δεν ήξερα πόσην ώρα βρισκόμουν σε αυτήν την κατάσταση και αν θα έβρισκα τρόπο να απεγκλωβιστώ δίνοντας ένα τέλος στο μαρτύριο μου.
Τα λυτρωτικά μου δάκρυα ήρθε να διακόψει απότομα ένας παράξενος ήχος. Έμοιαζε με ήχος κλειδαριάς που ξεκλειδώνει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η τζαμένια πόρτα μπροστά μου άνοιξε κι εμφανίστηκε μια κοπέλα. Παρά την έκδηλη έκπληξη που μπορούσα να διακρίνω στα σχεδόν έντρομα μάτια της, με πλησίασε και με γρήγορες κινήσεις μου φόρεσε μία λευκή ρόμπα, σαν τη δική της, προτού μου κάνει νόημα να βγω. Τα πόδια μου είχαν παραλύσει, η λαλιά μου είχε κοπεί κι είχα μείνει να την κοιτάζω χωρίς να μπορώ να αντιδράσω.
«Μην φοβάσαι. Όλα είναι εντάξει τώρα! Έλα...» μου είπε τείνοντας το χέρι της προς εμένα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα ότι μπορούσα να την εμπιστευθώ.
Έπιασα το χέρι της και έκανα ένα δειλό βήμα. Μετά ακόμα ένα. Κοιτούσα γύρω μου προσπαθώντας να καταλάβω πού βρισκόμουν. Το δωμάτιο ήταν σχεδόν εξίσου κρύο με τον θάλαμο από τον οποίο είχα βγει. Όλοι οι τοίχοι τριγύρω είχαν πράσινα πλακάκια μέχρι το ταβάνι. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν αρκετά κρεβάτια, άλλα άδεια και άλλα καλυμμένα με εκείνο το πράσινο σεντόνι που θυμόμουν να κρύβει κάτι. Και πίσω μου, εκεί απ' όπου είχα βγει, τζαμένιες πόρτες πίσω από τις οποίες φαίνονταν γυμνά ανθρώπινα σώματα. Στη θέα τους ένιωσα το στομάχι μου να ανεβαίνει στο στόμα μου. Δεν είχα πολλά να βγάλω. Μια έντονα πικρή γεύση εδραιώθηκε στο στόμα μου και μ' έκανε να θέλω να αδειάσω το στομάχι μου ξανά.
Η κοπέλα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πει κουβέντα, με έβγαλε από εκείνο το δωμάτιο. Απ' έξω ακριβώς υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος με καθίσματα εδώ κι εκεί. Με έβαλε να καθίσω και, από ένα μηχάνημα λίγα μέτρα μακριά μας, μου έφερε κάτι να πιω.
«Είναι χυμός πορτοκάλι. Πιες το, θα σε τονώσει!» είπε και το χαμόγελο που μου πρόσφερε έκαμψε τις όποιες αμφιβολίες μου. Το ήπια με λαιμαργία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πόση ανάγκη είχα κάτι για να πιω.
«Σ' ευχαριστώ...» κατάφερα με κόπο να πω. Εκείνη μου χαμογέλασε και κάθισε δίπλα μου. Ξεκίνησε να μου μιλάει, εξηγώντας μου ότι θα έπρεπε να την ακολουθήσω. Θα περνούσα από μία σειρά εξετάσεων, θα με έβλεπαν γιατροί και μετά όλα καλά. Θα γυρνούσα σπίτι μου. Δεν είπα τίποτα. Απλά την ακολούθησα. Έριξα μόνο ένα τελευταίο βλέμμα προς τα πίσω, προς την πόρτα από την οποία είχα νωρίτερα βγει. Επάνω ακριβώς από την πόρτα έστεκε η επιγραφή «ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟ».
Στη διαδρομή έστυβα το μυαλό μου. Προσπαθούσα να θυμηθώ. Εκτός από το όνομα μου, Αριάδνη, δεν θυμόμουν τίποτα άλλο. Πού είναι το σπίτι μου; Έχω συγγενείς; Πώς βρέθηκα στο νοσοκομείο και, ακόμα χειρότερα, πώς κατέληξα στο νεκροτομείο; Με έβαλαν εκεί καταλάθος; Δεν θυμάμαι πόσο περπατήσαμε κι από πού περάσαμε, αλλά κάποια στιγμή φτάσαμε σε ένα δωμάτιο. Το δωμάτιο είχε τρία κρεβάτια, αλλά ήταν και τα τρία άδεια. Η κοπέλα, που ακόμα δεν ήξερα ούτε το όνομα της, μου ζήτησε να ξαπλώσω στο μεσαίο κρεβάτι. Λίγα λεπτά αργότερα τρομερό σούσουρο άρχισε στους διαδρόμους. Η πόρτα άνοιξε απότομα και το δωμάτιο γέμισε κόσμο. Γυναίκες και άνδρες, άλλοι με πράσινες και μπλε ολόσωμες στολές και άλλοι με λευκές ρόμπες, με κοιτούσαν καλά καλά συζητώντας δυνατά. Σύντομα ήρθε και η μοναδική κοπέλα που αναγνώριζα. Η παρουσία της μου δημιουργούσε μια αίσθηση ασφάλειας. Ήταν η πρώτη που με πλησίασε.
«Αριάδνη, σωστά; Έτσι δεν σε λένε;» με ρώτησε κι εγώ ένευσα. «Αριάδνη, εμένα με λένε Σοφία. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες που βλέπεις είναι εδώ για να κάνουμε τις εξετάσεις που σου έλεγα. Δεν θέλω να φοβάσαι. Απλά να ξέρεις ότι θα τελειώσουν γρήγορα και θα σε αφήσουν να ηρεμήσεις».
Σοφία, λοιπόν. Τη νέα - ας πούμε - φίλη μου την έλεγαν Σοφία. Δεν μπορώ να εξηγήσω ακόμα το γιατί, αλλά την εμπιστεύομαι. Ίσως επειδή με έβγαλε από εκείνον τον περίεργο θάλαμο. Με ελευθέρωσε πάνω που είχα χάσει κάθε ελπίδα. «Μην φύγεις...» ήταν το μόνο που μπόρεσα να απαντήσω. Εκείνη ήρθε και κάθισε δίπλα μου.
Ένας ένας με πλησιάζουν οι γιατροί. Άλλος μου ρίχνει ένα φως στα μάτια, άλλος κοιτάζει το στόμα, τη μύτη και τα αυτιά μου. Ένας ακούει την καρδιά μου ενώ μια νοσοκόμα μετράει τον παλμό στο χέρι μου. Μου ζητούν να κάνω διάφορες κινήσεις με τα χέρια και τα πόδια μου. Μια κοπέλα με πλησιάζει σέρνοντας μαζί της ένα μηχάνημα.
«Δεν θα πονέσεις.» μου λέει η Σοφία και την πιστεύω. Βρέχει τους καρπούς και τους αστραγάλους μου και τους πιάνει με κάτι πολύχρωμα μανταλάκια. Μετά ανοίγει την ρόμπα που φοράω και τοποθετεί κυκλικά γύρω από το αριστερό μου στήθος κάτι περίεργα κυκλάκια. Όλα καταλήγουν σε καλώδια που ενώνονται με το μηχάνημα. Το κοιτάζω περίεργα καθώς δεν κατανοώ τη χρήση του και η Σοφία, που διαβάζει την απορία μου, με πληροφορεί για τη χρησιμότητα του. Είναι ένας καρδιογράφος. Θα καταγράψει τους χτύπους της καρδιάς μου, που πριν λίγο την άκουγαν με το στηθοσκόπιο. Πραγματικά δεν πονάω. Το μηχάνημα κάνει έναν θόρυβο και ταυτόχρονα ξετυλίγεται ένα κομμάτι χαρτί. Μόλις τελειώνει το μηχάνημα αφαιρεί η νοσοκόμα όσα μου είχε τοποθετήσει και φεύγει.
«Όλα καλά, Αριάδνη; Νιώθεις καλά;» με ρωτάει η Σοφία κι εγώ νεύω άλλη μία φορά θετικά. «Τώρα θα πονέσεις λίγο. Η Ελένη θα σε τσιμπήσει με την σύριγγα να σου πάρει λίγο αίμα. Μετά όλοι αυτοί θα φύγουν και θα σε αφήσουν να ηρεμήσεις».
Μόλις τελειώνει τα λόγια της βλέπω μία κοπέλα να με πλησιάζει. Θα είναι μάλλον η Ελένη. Κάτι ετοιμάζει σ' ένα τραπεζάκι δίπλα της κι έρχεται κοντά μου. Η Σοφία μου κρατάει το χέρι κι αυτό με κάνει να νιώθω ασφάλεια. Γυρίζω να την κοιτάξω και την βλέπω να με κοιτάζει με ένα ήρεμο χαμόγελο, μια σιγουριά...
Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ τίποτα άλλο. Με προλαβαίνει ο πόνος. Τραντάζομαι αλλά μου κρατάνε το χέρι. Η βελόνα από τη σύριγγα έχει ήδη μπει στο χέρι μου κι η Ελένη τραβάει λίγο αίμα. Με γρήγορες κι απαλές κινήσεις αφαιρεί τη σύριγγα, βάζει ένα κομμάτι βαμβάκι και το κολλάει με μπόλικη διάφανη ταινία.
«Αυτό ήταν... Τελειώσαμε για την ώρα. Τώρα μπορείς να ξαπλώσεις και να ξεκουραστείς. Μήπως θες να σου φέρω κάτι να φας;»
Μέχρι εκείνη την ώρα δεν καταλάβαινα την πείνα μου. Δεν καταλάβαινα γενικά την κατάσταση μου για να είμαι πιο ακριβής. Ναι, σίγουρα πεινούσα. Αλλά αυτό που είχα περισσότερη ανάγκη ήταν να καταλάβω τι είχε συμβεί.
«Σοφία... Τι συνέβη;»
«Δεν θυμάσαι τίποτα;»
Χαμήλωσα το βλέμμα για λίγο πιέζοντας τον εαυτό μου να θυμηθεί. Στο τέλος παραδέχτηκα την πικρή αλήθεια.
«Όχι...»
«Δεν ήμουν στο νοσοκομείο όταν σε έφεραν, αλλά ξέρω ότι ήσουν ακόμα ζωντανή. Σοβαρό τροχαίο είχα ακούσει στις ειδήσεις. Οι υπόλοιποι που επέβαιναν στο αυτοκίνητο που ήσουν κι εσύ, έχασαν όλοι τη ζωή τους. Τρεις άνδρες ήταν νομίζω. Δεν βρήκαν και πολλά από αυτούς να βγάλουν από τα συντρίμμια. Λίγο μετά τον απεγκλωβισμό σου το όχημα πήρε φωτιά. Τέλος πάντων. Εσύ μεταφέρθηκες εδώ εσπευσμένα και μπήκες κατ' ευθείαν στο χειρουργείο. Ώρες μετά, κι ενώ όλοι έκαναν ότι μπορούσαν για να σε σώσουν, ξεψύχησες και οδηγήθηκες στο νεκροτομείο. Ή έτσι νομίζαμε τουλάχιστον, έτσι έδειξαν τα όργανα. Μέχρι τη στιγμή που μπήκα στο νεκροτομείο να ξεκινήσω τη βάρδια μου και σε άκουσα να χτυπάς το τζάμι του ψυγείου. Στην αρχή τρόμαξα, μα όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, έτρεξα να ειδοποιήσω τους γιατρούς κι ήρθα να σε βγάλω. Από κει κι έπειτα την ξέρεις την ιστορία...»
Με την αφήγηση της, λες και ενεργοποιήθηκε το κομμάτι του εγκεφάλου μου που έμενε παγωμένο. Οι εικόνες της πρωτινής ζωής μου άρχισαν να εμφανίζονται μπροστά μου μία μία και να με χτυπούν σαν κεραυνός. Τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, ο θάνατος του πατέρα μου, ο νέος σύζυγος της μάνας μου. Όλο το δραματικό παρελθόν μου με χτυπούσε βίαια. Τα μεθύσια του πατριού μου, τα γλοιώδη βλέμματα του, οι καβγάδες με τη μάνα. Σε έναν τέτοιο καβγά έχασε - λέει - την ισορροπία της κι έπεσε από τη σκάλα. Προτού προλάβω να θρηνήσω τη μάνα μου, θρήνησα την χαμένη μου αθωότητα. Θύμα πρώτα στις ορέξεις του πατριού μου, έπειτα των φίλων του κι έπειτα κι άλλων που τον πλήρωναν για με έχουν στο αρρωστημένο τους κρεβάτι. Και μετά η αγοραπωλησία... Έγινα κτήμα του τοκογλύφου για να ξεχρεώσει ο πατριός μου τα χρέη του από τον τζόγο. Η πορνεία ήταν το μόνο μέλλον που θα είχα. Κι ύστερα...
Ύστερα ήρθε το τροχαίο, ήρθε ο θάνατος... Δεν πρόλαβα να φτάσω στον οίκο που θα στέγαζε την κατάντια μου, την δίχως μέλλον ζωή μου. Ήρθε ο θάνατος να με γλιτώσει, να με εξαγνίσει από τις αμαρτίες του παρελθόντος. Ενός παρελθόντος που δεν όριζα κι ενός μέλλοντος που δεν είχα διαλέξει. Ήρθε ο θάνατος και διαμέσου αυτού η ζωή. Μια νέα ζωή!
Μπορεί να μην έχω τίποτα, είμαι όμως ελεύθερη! Έχω ένα παρελθόν που κάηκε στις στάχτες εκείνου του αυτοκινήτου κι ένα μέλλον να ορίσω. Γεννιέμαι ξανά μέσα από τις στάχτες μου, σαν άλλος μυθικός φοίνικας. Και η προηγούμενη νύχτα, είναι απλά η τελευταία νύχτα της περασμένης μου ζωής. Ξαναγεννήθηκα... Είμαι ελεύθερη... Είμαι ζωντανή!